- καμπύλου
- καμπύλοςbentmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγκ- — Γλωσσ. ρίζα, που προέρχεται από την ινδοευρωπαϊκή *ank (= κάμπτω, κλίνω), με πολλά παράγωγα, τόσο στην ελληνική όσο και στις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, στα οποία προσδίδει τη σημασία τού κυρτού, τού καμπύλου. Η ρίζα αυτή εμφανίζει επίσης… … Dictionary of Greek
δρεπάνι — και δρέπανο και δραπάνι και δράπανο, το (AM δρεπάνη, η και δρέπανον και δράπανον, το Μ και δρεπάνι(ν), το και δρέπανος, ο) [δρέπω] κυρτό, θεριστικό, κοφτερό εργαλείο με ξύλινη λαβή που χρησιμοποιείται κυρίως για τον θερισμό χόρτων και δημητριακών … Dictionary of Greek
καμπυλότητα — Μέγεθος που χαρακτηρίζει την απόκλιση μιας καμπύλης ή επιφάνειας από την ευθεία γραμμή ή το επίπεδο. κ. πεδίου ειδώλου. Μία από τις παρεκκλίσεις των οπτικών συστημάτων. Γενικά, ένα επίπεδο αντικείμενο κάθετο στον άξονα ενός οπτικού συστήματος δεν … Dictionary of Greek
Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… … Dictionary of Greek
Οιχαλία — I Ονομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Ευρυτανίας, χτισμένη στον άνω ρου του Καμπύλου ποταμού, τον σημερινό Μέγδοβα, και στους πρόποδες του Τυμφρηστού. 2. Πόλη στην Τραχινία. 3. Πόλη της Μεσσηνίας, που ιδρύθηκε από τον Μελανέα, γιο του… … Dictionary of Greek
πλώρη ή πρώρα — Το μπροστινό άκρο ενός σκάφους και κατ’ επέκταση όλο το πρωραίο τμήμα προς διάκριση από την κεντρική και την πρυμναία ζώνη. Βασικό δομικό στοιχείο της είναι το κοράκι (στείρα), σχήματος γενικά καμπύλου (με την κοιλότητα προς τα έξω), αλλά συχνά… … Dictionary of Greek
ραδιοαστέρες — (Αστρον.). Πηγές ραδιοκυμάτων που καταλαμβάνουν σαφώς καθορισμένες ζώνες του ουράνιου χώρου και διαφέρουν από τον γαλαξιακό θόρυβο (ραδιοαστρονομία), δεδομένου ότι αυτός εμφανίζεται ομοιόμορφα κατανεμημένος. Ακόμα και σήμερα δεν είμαστε σε θέση… … Dictionary of Greek